- δυσκολοπέραστος
- -η, -ο1. αυτός που δύσκολα περνιέται («δυσκολοπέραστο ποτάμι»)2. αυτός που δύσκολα περνά («δυσκολοπέραστη ζωή»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσδιάβατος — η, ο (AM δυσδιάβατος, ον) δυσκολοπέραστος … Dictionary of Greek
δυσπέρατος — δυσπέρατος, ον (Α) δυσκολοπέραστος … Dictionary of Greek
δυσπόρευτος — δυσπόρευτος, ον (Α) δυσκολοπέραστος … Dictionary of Greek
δύσβατος — η, ο (AM δύσβατος, ον) (για τόπο) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να περάσει κανείς, δυσκολοπέραστος αρχ. 1. επίπονος 2. αυτός που χτυπήθηκε άσχημα από συμφορά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δύσβατα δυσχωρίαι … Dictionary of Greek
δύσβατος — η, ο αδιάβατος, δυσκολοπέραστος: Ανεβήκαμε ένα δύσβατο βουνό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)